φιλίσκος

φιλίσκος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής της Μέσης Κωμωδίας. Το όνομά του βρίσκεται στους καταλόγους των νικητών των Ληναίων γύρω στα 377 π.Χ. Είναι γνωστοί οι τίτλοι των έργων του Διός γοναί, Φιλάργυροι, Θεμιστοκλής κ.ά. 2. Φ. ο Μιλήσιος. Μαθητής του Ισοκράτη, του οποίου τους λόγους συγκέντρωσε, και φίλος του Λυσία, δάσκαλος του ιστορικού Τιμαίου. Έγραψε Bίov Λυκούργου, και Τέχνην Ρητορικήν. 3. Τραγικός ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Έζησε επί Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου (285 – 247 π.Χ.) και έγραψε 42 τραγωδίες, από τις οποίες διασώθηκαν αποσπάσματα. 4. Σοφιστής από τη Θεσσαλία, δάσκαλος της ρητορικής στην Αθήνα επί Καρακάλλα. Ο Φιλόστρατος επαινεί την καθαρότητα της αττικής γλώσσας του. 5. Φ. ο Αιγινήτης. Γιος του Ονησίκριτου, ιστορικού και μαθητή του Διογένη. Ο πατέρας του τον έστειλε στην Αθήνα, όπως και τον αδελφό του Aνδροσθένη, για να σπουδάσει. Και οι δύο παρακολούθησαν μαθήματα από τον Διογένη τον Σινωπέα. 6. Γιος του Πολύχαρμου. Ρόδιος γλύπτης και ζωγράφος του 1ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως ζωγράφο.
* * *
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) υποκορ. τού φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. νεαν-ίσκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Φιλίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλίσκε — Φιλίσκος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλίσκε — φιλίσκος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλίσκον — Φιλίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλίσκον — φιλίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλίσκου — Φιλίσκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλίσκου — φιλίσκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλίσκῳ — Φιλίσκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλίσκῳ — φιλίσκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”